καταλοφάδεια

καταλοφάδεια
καταλοφάδεια [pron. full] [ᾰδ], Adv., ([etym.] λόφος)
A = κατὰ τὸν λόφον, on the neck, βῆν δὲ καταλοφάδεια φέρων (sc. τὸν ἔλαφον) Od.10.169: by metrical lengthening for καταλοφάδια (cf. κατωμάδιος), v. Eust. ad loc.--Perh. to be read divisim, cf. λοφάδεια.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταλοφάδεια — και καταλοφάδια (Α) επίρρ. επάνω στον τράχηλο, στον σβέρκο και στους δύο ώμους («καταλοφάδεια φέρων τὴν ἔλαφον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» και αναλογικό προς το κατωμάδιος από τη φρ. κατά λόφον. Το ει από μετρική έκταση] …   Dictionary of Greek

  • καταλοφάδεια — on the neck indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφάδεια — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «...αὐχήν, οἷον κατὰ τοῡ αὐχένος, ἢ χωρίον ὃ καλοῡσι Λίβυσσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλοφάδεια*, κατ απόσπαση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”